„βιαστικός“ βιαστικός [vjastiˈkos], βιαστική/βιαστικιά, βιαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) eilig, in Eile, hektisch, hastig, vorschnell, voreilig eilig, in Eile βιαστικός βιαστικός hektisch, hastig βιαστικός πολύ βιαστικός πολύ vorschnell, voreilig βιαστικός απάντηση, απόφαση βιαστικός απάντηση, απόφαση exemples είμαι βιαστικός es eilig haben, in Eile sein είμαι βιαστικός