„hektisch“: Adjektiv hektischAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αγχώδης, βιαστικός, νευρικός αγχώδης, βιαστικός, νευρικός hektisch hektisch