„αφορώ“: μεταβατικό ρήμα αφορώ [afoˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; ohneαόριστος | Aorist aor> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) betreffen, angehen, sich beziehen betreffen, angehen, sich beziehen (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) αφορώ αφορώ exemples δε με αφορά das betrifft mich nicht δε με αφορά όσον αφορά εσένα was dich betrifft όσον αφορά εσένα τι σε αφορά; was geht dich das an? τι σε αφορά;