„αφηνιάζω“: αμετάβατο ρήμα αφηνιάζω [afiˈɲazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) einen Rappel haben, verrücktspielen einen Rappel haben αφηνιάζω αφηνιάζω verrücktspielen αφηνιάζω τιμές, κτλ αφηνιάζω τιμές, κτλ exemples αφηνιασμένο πλήθοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n Mobαρσενικό | Maskulinum, männlich m αφηνιασμένο πλήθοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n