πλήθος
[ˈpliθos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Mengeθηλυκό | Femininum, weiblich fπλήθος κ. ανθρώπωνπλήθος κ. ανθρώπων
exemples
- πλήθος αποτελεσμάτωνTrefferquoteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πλήθος ατόμωνPersonenzahlθηλυκό | Femininum, weiblich f