„ατμόπλοιο“: ουδέτερο ατμόπλοιο [atˈmoplio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Dampfer, Dampfboot Dampferαρσενικό | Maskulinum, männlich m ατμόπλοιο Dampfbootουδέτερο | Neutrum, sächlich n ατμόπλοιο ατμόπλοιο