ασφυκτικός
[asfiktiˈkos], ασφυκτική, ασφυκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- ασφυκτικός κλοιόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mWürgegriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m