Würgegriff
Maskulinum, männlich | αρσενικό mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- στραγγαλιστική λαβήFemininum, weiblich | θηλυκό fWürgegriffWürgegriff
- ασφυκτικός κλοιόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mWürgegriff in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigWürgegriff in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig