αστικός
[astiˈkos], αστική, αστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- städtischαστικός σχετικός με την πόληαστικός σχετικός με την πόλη
- bürgerlich, Burger-αστικός πολιτική | Politikπολιταστικός πολιτική | Politikπολιτ
exemples
- αστική ευθύνηθηλυκό | Femininum, weiblich fHaftpflichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αστική ευθύνηθηλυκό | Femininum, weiblich f τρίτωνFremdverschuldenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αστική περιοχήθηλυκό | Femininum, weiblich fStadtgebietουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples