αποκλειστικότητα
[apoklistiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Exklusivrechtουδέτερο | Neutrum, sächlich nαποκλειστικότηταExklusivitätθηλυκό | Femininum, weiblich fαποκλειστικότητααποκλειστικότητα