Exklusivrecht
Neutrum, sächlich | ουδέτερο nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- αποκλειστικότηταFemininum, weiblich | θηλυκό fExklusivrecht Rechtswesen | νομικός όροςJURαποκλειστικό δικαίωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nExklusivrecht Rechtswesen | νομικός όροςJURExklusivrecht Rechtswesen | νομικός όροςJUR