ανθρώπινος
[anˈθropinos], ανθρώπινη, ανθρώπινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- menschlichανθρώπινοςανθρώπινος
exemples
-
- ανθρώπινηθηλυκό | Femininum, weiblich f αξιοπρέπειαMenschenwürdeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ανθρώπινη αλυσίδαθηλυκό | Femininum, weiblich fMenschenketteθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples