„αξιοπρέπεια“: θηλυκό αξιοπρέπεια [aksioˈprepia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Anstand, Würde Anstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m αξιοπρέπεια Würdeθηλυκό | Femininum, weiblich f αξιοπρέπεια αξιοπρέπεια