αναθεωρημένος
[anaθeoriˈmenos], αναθεωρημένη, αναθεωρημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- neu bearbeitetαναθεωρημένοςαναθεωρημένος
exemples
- αναθεωρημένη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich füberarbeitete Fassungθηλυκό | Femininum, weiblich fÜberarbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich fNeubearbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αναθεωρημένο δοκίμιοουδέτερο | Neutrum, sächlich nRevisionsbogenαρσενικό | Maskulinum, männlich m