„αλάτι“: ουδέτερο αλάτι [aˈlati]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Salz Salzουδέτερο | Neutrum, sächlich n αλάτι αλάτι exemples έχουν φάει μαζί ψωμί κι αλάτι die beiden gehen zusammen durch dick und dünn έχουν φάει μαζί ψωμί κι αλάτι