ακούγομαι
[aˈkuɣome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- gehört werdenακούγομαι με ακούνεακούγομαι με ακούνε
- ακούγομαι ηχώ
- (er)tönen, erklingenακούγομαι ήχοςακούγομαι ήχος
exemples
- κουρασμένος ακούγεσαιdu klingst müde
-