„αισθητός“ αισθητός [esθiˈtos], αισθητή, αισθητόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) wahrnehmbar, fühlbar, merklich wahrnehmbar αισθητός αντιληπτός αισθητός αντιληπτός fühlbar αισθητός αισθητός merklich αισθητός διαφορά αισθητός διαφορά exemples κάνω αισθητή την παρουσία μου sich bemerkbar machen κάνω αισθητή την παρουσία μου