„αεροπόρος“: αρσενικό αεροπόρος [aeroˈporos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Pilot, Flieger Pilotαρσενικό | Maskulinum, männlich m αεροπόρος Fliegerαρσενικό | Maskulinum, männlich m αεροπόρος αεροπόρος