έργο
[ˈerɣo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Werkουδέτερο | Neutrum, sächlich nέργο προϊόν εργασίαςέργο προϊόν εργασίας
- Tatθηλυκό | Femininum, weiblich fέργο πράξηέργο πράξη
- Arbeitθηλυκό | Femininum, weiblich fέργο εργασίαέργο εργασία
- Aufgabeθηλυκό | Femininum, weiblich fέργο καθήκονέργο καθήκον
- (Theater-)Stückουδέτερο | Neutrum, sächlich nέργο θέατρο | Theaterθεατέργο θέατρο | Theaterθεατ
- Filmαρσενικό | Maskulinum, männlich mέργο ταινίαέργο ταινία
- Baumaßnahmenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplέργο πληθυντικός | Pluralpl οικοδομικά έργαέργο πληθυντικός | Pluralpl οικοδομικά έργα
exemples
- έργο τέχνηςKunstwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n