„έμμετρος“ έμμετρος [ˈemetros], έμμετρη, έμμετροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Versform exemples έμμετρος λόγοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Versformθηλυκό | Femininum, weiblich f έμμετρος λόγοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m