άνοιγμα
[ˈaniɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Öffnungθηλυκό | Femininum, weiblich fάνοιγμαάνοιγμα
- Eröffnungθηλυκό | Femininum, weiblich fάνοιγμα τραπεζικού λογαριασμούάνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού
- Schlitzαρσενικό | Maskulinum, männlich mάνοιγμα σε ρούχοάνοιγμα σε ρούχο
exemples
- άνοιγμα διαθήκηςTestamentseröffnungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- άνοιγμα εξαερισμούLuftschlitzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- άνοιγμα καταστήματοςGeschäftseröffnungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples