„Öffnung“: Femininum, weiblich ÖffnungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>auch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) άνοιγμα, οπή, στόμιο, τρύπα άνοιγμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Öffnung Öffnung οπήFemininum, weiblich | θηλυκό f Öffnung Loch τρύπαFemininum, weiblich | θηλυκό f Öffnung Loch Öffnung Loch στόμιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Öffnung von Gefäss Öffnung von Gefäss