„άλλοτε“: επίρρημα άλλοτε [ˈalote]επίρρημα | Adverb adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) früher, einst, ein andermal früher, einst άλλοτε παλαιότερα άλλοτε παλαιότερα ein andermal άλλοτε στο μέλλον άλλοτε στο μέλλον exemples άλλοτε …, άλλοτε … mal …, mal … άλλοτε …, άλλοτε …