„φόρα“: θηλυκό φόρα [ˈfora]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Schwung, Anlauf Schwungαρσενικό | Maskulinum, männlich m φόρα δύναμη φόρα δύναμη Anlaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m φόρα αθλητισμός | Sportαθλ φόρα αθλητισμός | Sportαθλ exemples παίρνω φόρα Anlauf nehmen παίρνω φόρα κόβω τη φόρα κάποιου jemandem den Wind aus den Segeln nehmen κόβω τη φόρα κάποιου
„φόρα“: θηλυκό φόρα [ˈfora]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) schmutzige Wäsche waschen exemples βγάζω (τ’ άπλυτα) στη φόρα schmutzige Wäsche waschen βγάζω (τ’ άπλυτα) στη φόρα