τεστ
[test]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Testαρσενικό | Maskulinum, männlich mτεσττεστ
exemples
- τεστ αλλεργιών ιατρική | MedizinιατρAllergietestαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- τεστ αξιολόγησης επιπέδουEinstufungsprüfungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τεστ αξιολόγησης επιπέδουEinstufungstestαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples