οξύς
[oˈksis], οξεία, οξύεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- spitzοξύς αιχμηρόςοξύς αιχμηρός
- scharfοξύς κοφτερόςοξύς κοφτερός
- heftigοξύς έντονοςοξύς έντονος
- scharfοξύς απάντηση, νους, όραση, τόνοςοξύς απάντηση, νους, όραση, τόνος
- feinοξύς ακοήοξύς ακοή
- schrillοξύς φωνήοξύς φωνή
- akutοξύς ασθένειαοξύς ασθένεια
- οξύς πόνος
exemples
- οξύς συντονισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m τηλεόραση | Fernsehenτηλ αστροναυτική | RaumfahrtραδιοFeinabstimmungθηλυκό | Femininum, weiblich f