συντονισμός
[sindonizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Koordinationθηλυκό | Femininum, weiblich fσυντονισμόςAbstimmungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυντονισμόςσυντονισμός
exemples
- συντονισμός σταθμών τηλεόραση | Fernsehenτηλ αστροναυτική | RaumfahrtραδιοSendereinstellungθηλυκό | Femininum, weiblich f