„ολόκληρος“ ολόκληρος [oˈlokliros], ολόκληρη, ολόκληροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ganz, gesamt, vollständig ganz, gesamt, vollständig ολόκληρος πλήρης ολόκληρος πλήρης exemples ολόκληρος gesamt, ganz ολόκληρος έναν ολόκληρο χρόνο ein ganzes Jahr έναν ολόκληρο χρόνο μια ολόκληρη ώρα eine volle Stunde μια ολόκληρη ώρα ολόκληρη τη νύχτα die ganze Nacht ολόκληρη τη νύχτα masquer les exemplesmontrer plus d’exemples