„gesamt“: Adjektiv gesamtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) όλος ο, ολόκληρος, ολικός, γενικός όλος ο, ολόκληρος (ο), (συν)ολικός, γενικός gesamt gesamt exemples die gesamte Klasse όλη η τάξη die gesamte Klasse