οίκος
[ˈikos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Hausουδέτερο | Neutrum, sächlich nοίκος σπίτιοίκος σπίτι
- οίκος ίδρυμα
- Firmaθηλυκό | Femininum, weiblich fοίκος επιχείρησηUnternehmenουδέτερο | Neutrum, sächlich nοίκος επιχείρησηοίκος επιχείρηση
exemples
- κατ’ οίκον εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fHeimarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- οίκος ανοχήςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBordellουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples