„μόδα“: θηλυκό μόδα [ˈmoða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Mode, Trend Modeθηλυκό | Femininum, weiblich f μόδα μόδα Trendαρσενικό | Maskulinum, männlich m μόδα μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ μόδα μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ exemples είναι της μόδας (in) Mode sein είναι της μόδας εκτός μόδας aus der Mode εκτός μόδας η μόδα του χειμώνα die Wintermode η μόδα του χειμώνα