μνήμη
[ˈmnimi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gedächtnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nμνήμημνήμη
- Erinnerungsvermögenουδέτερο | Neutrum, sächlich nμνήμη μνημονικόμνήμη μνημονικό
- Andenkenουδέτερο | Neutrum, sächlich nμνήμη ανάμνησηErinnerungθηλυκό | Femininum, weiblich fμνήμη ανάμνησημνήμη ανάμνηση
- Speicherαρσενικό | Maskulinum, männlich mμνήμη ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υμνήμη ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
exemples
- από μνήμηςaus dem Gedächtnis
- στη μνήμηzum Gedenken (+γενική | +Genitiv+gen an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)
- μνήμη cache ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υZwischenspeicherαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples