λαιμός
[leˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Halsαρσενικό | Maskulinum, männlich mλαιμός ανατομία | Anatomieανατλαιμός ανατομία | Anatomieανατ
- Kehleθηλυκό | Femininum, weiblich fλαιμός λαρύγγιλαιμός λαρύγγι
- Kragenαρσενικό | Maskulinum, männlich mλαιμός κολάρολαιμός κολάρο
- Halsstückουδέτερο | Neutrum, sächlich nλαιμός γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρλαιμός γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ
exemples
- με πονά ο λαιμός
-
-
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples