καίγομαι
[ˈkjeɣome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <κάηκα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verbrennenκαίγομαι κτήριοκαίγομαι κτήριο
- verbrennenκαίγομαι από τον ήλιοκαίγομαι από τον ήλιο
- sich verbrennenκαίγομαι τα δάχτυλακαίγομαι τα δάχτυλα
- anbrennenκαίγομαι φαγητόκαίγομαι φαγητό
- abbrennenκαίγομαι καταστρέφομαι τελείωςκαίγομαι καταστρέφομαι τελείως
- καίγομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- καίγομαι από το πάθος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ