ιατρικός
[iatriˈkos], ιατρική, ιατρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ärztlich, medizinischιατρικόςιατρικός
- ιατρικός
- Medizin(er)-ιατρικόςιατρικός
exemples
- unter ärztlicher Aufsicht
- ιατρική γνωμάτευσηθηλυκό | Femininum, weiblich färztliches Attestουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- Verordnungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples