„δώρο“: ουδέτερο δώρο [ˈðoro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Geschenk Geschenkουδέτερο | Neutrum, sächlich n δώρο δώρο exemples δώρο Χριστουγέννων Weihnachtsgeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n δώρο Χριστουγέννων κάνω (ένα) δώρο ein Geschenk machen κάνω (ένα) δώρο παίρνω (ένα) δώρο ein Geschenk bekommen παίρνω (ένα) δώρο δώρο γενεθλίων Geburtstagsgeschenkουδέτερο | Neutrum, sächlich n δώρο γενεθλίων δώρο επισκέπτη Gastgeschenkουδέτερο | Neutrum, sächlich n δώρο επισκέπτη masquer les exemplesmontrer plus d’exemples