διορθώνω
[ðiorˈθono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- διορθώνω αποκαθιστώ
- korrigieren, verbessernδιορθώνω λάθηδιορθώνω λάθη
- reparieren, instand setzen, ausbessernδιορθώνω επισκευάζωδιορθώνω επισκευάζω