„έμφαση“: θηλυκό έμφαση [ˈemfasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Nachdruck Nachdruckαρσενικό | Maskulinum, männlich m έμφαση έμφαση exemples δίνω έμφαση σε κάτι den Schwerpunkt auf etwas+αιτιατική | +Akkusativ +akk legen δίνω έμφαση σε κάτι