„Zwangsarbeit“: Femininum, weiblich ZwangsarbeitFemininum, weiblich | θηλυκό f <-> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) καταναγκαστική εργασία, αγγαρεία καταναγκαστική εργασίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Zwangsarbeit Zwangsarbeit αγγαρείαFemininum, weiblich | θηλυκό f Zwangsarbeit umgangssprachlich | οικείοumg Zwangsarbeit umgangssprachlich | οικείοumg