„zurückpfeifen“: transitives Verb zurückpfeifentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) διατάζω κάποιον να μη συνεχίσει exemples jemanden zurückpfeifen διατάζω κάποιον να μη συνεχίσει jemanden zurückpfeifen