„διατάζω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα διατάζω [ðiaˈtazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) befehlen, anordnen, verordnen befehlen (κάποιον να jemandem zu) διατάζω anordnen διατάζω διατάζω verordnen διατάζω γιατρός διατάζω γιατρός