„Witz“: Maskulinum, männlich WitzMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-es; -e> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αστείο, ανέκδοτο αστείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Witz Witz ανέκδοτοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Witz erzählt Witz erzählt exemples das ist ja wohl ein Witz! αυτό είναι σίγουρα αστείο! das ist ja wohl ein Witz! kein Witz! αλήθεια! kein Witz!