„Gag“: Maskulinum, männlich GagMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -s> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αυτοσχέδια κωμική ατάκα, τέχνασμα αυτοσχέδια κωμική ατάκαFemininum, weiblich | θηλυκό f Gag Gag τέχνασμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Gag Werbung Gag Werbung