Wasserleitung
Femininum, weiblich | θηλυκό fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- σωλήναςMaskulinum, männlich | αρσενικό mWasserleitungWasserleitung
- αγωγόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m του νερού, υδροσωλήναςMaskulinum, männlich | αρσενικό mWasserleitung oder | ήodWasserleitung oder | ήod