αγωγός
[aɣoˈɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Leiterαρσενικό | Maskulinum, männlich mαγωγός ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτραγωγός ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
- Leitungθηλυκό | Femininum, weiblich fαγωγός τεχνική | Technikτεχναγωγός τεχνική | Technikτεχν
- Rohrουδέτερο | Neutrum, sächlich nαγωγός σωλήναςαγωγός σωλήνας
exemples
- αγωγός καυσίμουBenzinleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f