Vorzug
Maskulinum, männlich | αρσενικό mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- προτέρημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nVorzugπλεονέκτημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nVorzugπροσόνNeutrum, sächlich | ουδέτερο nVorzugVorzug
- προτίμησηFemininum, weiblich | θηλυκό fVorzug VorliebeVorzug Vorliebe
- προτεραιότηταFemininum, weiblich | θηλυκό fVorzug VorrangVorzug Vorrang