„Trumpf“: Maskulinum, männlich TrumpfMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; Trümpfe> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ατού ατούNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Trumpf Karteauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Trumpf Karteauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig