„vorschriftswidrig“: Adjektiv vorschriftswidrigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αντίθετος προς τον κανονισμό αντίθετος προς τον κανονισμό vorschriftswidrig vorschriftswidrig exemples vorschriftswidriges Parken παράνομη στάθμευσηFemininum, weiblich | θηλυκό f vorschriftswidriges Parken