„Verzug“: Maskulinum, männlich VerzugMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) καθυστέρηση, υπερημερία καθυστέρησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Verzug Verzug υπερημερίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Verzug Verzug exemples in Verzug sein mit etwas καθυστερώ+Akkusativ | +αιτιατική +akk in Verzug sein mit etwas