„verbitten“: transitives Verb verbittentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) απαγορεύω κάτι... δεν το ανέχομαι αυτό!... exemples sich etwas verbitten απαγορεύω κάτι, δεν επιτρέπω κάτι sich etwas verbitten das verbitte ich mir! δεν το ανέχομαι αυτό! das verbitte ich mir!